ενακοσιοι

ενακοσιοι
    ἐνακόσιοι
    ион. εἰνακόσιοι 3
    девятьсот Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ενακοσιοι" в других словарях:

  • ενακόσιοι — ἐνακόσιοι και ἐννακόσιοι, αι, α, ιων. τ. εἰνακόσιοι (Α) (απόλ. αριθμ.) αυτοί που αποτελούν ποσότητα εννιά εκατοντάδων, εννιακόσιοι …   Dictionary of Greek

  • ἐνακόσιοι — nine hundred masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνακοσίων — ἐνακόσιοι nine hundred fem gen pl ἐνακόσιοι nine hundred masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰνακόσια — ἐνακόσιοι nine hundred neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνακοσίαις — ἐνακόσιοι nine hundred fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνακοσίοις — ἐνακόσιοι nine hundred masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνακοσίους — ἐνακόσιοι nine hundred masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνακόσια — ἐνακόσιοι nine hundred neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνακόσιαι — ἐνακόσιοι nine hundred fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννεακόσιοι — και εννιακόσιοι, ες, α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. εἰνακόσιοι, Μ ἐννεακόσιοι και ἐνακόσιοι, αι, α) (βλ. εννακόσιοι και ενακόσιοι) οι εννέα φορές εκατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > κόσιοι, όπου το ο είναι αναλογικά προς τα κοντα …   Dictionary of Greek

  • ἐνακοσίας — ἐνακοσίᾱς , ἐνακόσιοι nine hundred fem acc pl ἐνακοσίᾱς , ἐνακόσιοι nine hundred fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»